καχεξίας

καχεξίας
καχεξίᾱς , καχεξία
bad habit of body
fem acc pl
καχεξίᾱς , καχεξία
bad habit of body
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • острозълобьѥ — ОСТРОЗЪЛОБЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Ненависть, злобность: молюсѧ ѿ всѧки˫а остры˫а кручины. и ѿ всѧкого острозлобь˫а. (ἀπό… καχεξίας) ФСт XIV/XV, 2б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοτταβισμός — κοτταβισμός, ὁ (Α) [κοτταβίζω] 1. η ενέργεια τού κοτταβίζω 2. σφοδρός καταιονισμός ύδατος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για θεραπεία τής καχεξίας …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”